- καβάδι
- το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν]1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής - ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί για θώρακα και ο οποίος χρησιμοποιούνταν και ως λαϊκός επενδύτης, αργότερα δε κυρίως από τους αγρότες και κτηνοτρόφους ως χειμερινός μανδύας, κάπαμσν.1. το στρατιωτικό ένδυμα καβάδης*2. (μετων.) αξίωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάβαδα, ονομασία πόλης τής Καρμανίας, επαρχίας τής Ασίας].
Dictionary of Greek. 2013.