καβάδι

καβάδι
το [Μ καβάδι(ο)ν και καββάδι(ο)ν]
1. είδος μακριού και ευρύχωρου επενδύτη, ανδρικού και γυναικείου, περσικής - ασσυριακής προελεύσεως, άλλ. καφτάνι
2. επενδύτης από χονδρό μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα οικιακής υφάνσεως, που φορούσαν οι οπλίτες αντί για θώρακα και ο οποίος χρησιμοποιούνταν και ως λαϊκός επενδύτης, αργότερα δε κυρίως από τους αγρότες και κτηνοτρόφους ως χειμερινός μανδύας, κάπα
μσν.
1. το στρατιωτικό ένδυμα καβάδης*
2. (μετων.) αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κάβαδα, ονομασία πόλης τής Καρμανίας, επαρχίας τής Ασίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καβαδίκιν — καβαδίκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. καβάδι* 2. η αμφίεση με καβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβάδι(ο)ν + κατάλ. ίκι (πρβλ. αρματολ ίκι, υπαλληλ ίκι)] …   Dictionary of Greek

  • καβάδης — καβάδης, ὁ (Μ) είδος στρατιωτικού ενδύματος, ευρύχωρη χλαίνη, αλλ. καβάδι(ο)ν* και καβαδίκι(ο)ν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καβάδι(ον)*] …   Dictionary of Greek

  • καβάς — και καμπάς, ο καβάδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. καβάδι*] …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Κορίνθου — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου ιδρύθηκε το 1976, από την Κορίνθια Αλκμήνη Γαρταγάνη Πετροπούλου. Άρχισε να λειτουργεί το 1988, σε ένα νεόδμητο ιδιόκτητο κτίριο, το οποίο χτίστηκε με βάση τα αρχιτεκτονικά σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”